- συνοπτικότητα
- [-ης (-ητος)] η конспективность; краткость, сжатость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνοπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού συνοπτικού, συντομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνοπτικότης, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
συνοπτικότητα — η βραχυλογία, συντομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυχωρία — ἡ, Α [πολύχωρος] περιεκτικότητα, συνοπτικότητα … Dictionary of Greek
Σαντορίνη — Νησί των Κυκλάδων, το νοτιότερο, μαζί με την Ανάφη, του νησιωτικού συμπλέγματος. Λέγεται και θήρα. Έχει έκταση 76 τ. χλμ. και πληθυσμό 8771 κατ. θήρα είναι το αρχαίο όνομα του νησιού· το όνομα Σαντορίνη παρουσιάζεται το 14o αι. Συχνά με τον όρο… … Dictionary of Greek